Translate -TRANSLATE -

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Οδυσσέας Ελύτης : Αξιος εστί


ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί  τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα

Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος
οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες
η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος
(Απόσπασμα από το Αξιον Εστί)

Aμέσως μετά τον πόλεμο, χρόνια μεγάλης φτώχειας, ένα απέραντο ρημαδιό η χώρα, σημάδια θανάτου και λαίλαπας ακόμα νωπά παντού, ένας νέος, ευκατάστατος άντρας αναχωρεί για σπουδές στην Ελβετία. Καθ’ οδόν για το αεροδρόμιο, μια μικρή καθυστέρηση τον βρίσκει δίπλα σε μια αλάνα με ρακένδυτα σκελετωμένα παιδιά να παίζουν ανάμεσα στα σκουπίδια. Καταγράφει την εικόνα και την παίρνει μαζί του στις αποσκευές του από την Ελλάδα. Σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες στη Λοζάνη, σε ένα δασάκι, μια άλλη εικόνα, ροδαλά, υγιέστατα αγόρια και κορίτσια, υπέρκομψα ντυμένα κάνουν ιππασία. Ο ευαίσθητος νέος Οδυσσέας Ελύτης συγκλονίζεται!



Ποιητής και πατριώτης, έχοντας πολεμήσει στην πρώτη ζώνη πυρός, έχοντας πονέσει για την πατρίδα του, έχοντας δει με τα μάτια του το άδικο σφιχταγκάλιασμα συνομηλίκων του με τον θάνατο -λίγο έλειψε να πεθάνει κι ο ίδιος- συνειδητοποιεί την κραυγαλέα αντίθεση και ταυτίζεται με το δράμα της πατρίδας του. Τον κάνει να καταλάβει ότι η μοίρα του ποιητή δεν μπορεί να είναι από τη μεριά του χρήματος και της εξουσίας. Κι αυτό γίνεται η μεγάλη αφορμή, το έναυσμα για ένα ποίημα «δέηση». Γεννιέται η ιδέα του «Aξιον Εστί». Eνα ποιητικό έργο σε μορφή εκκλησιαστικής λειτουργίας, μια εξιστόρηση του δράματος και των παθών του Ελληνισμού, ένας ύμνος στην Ελλάδα που θα χρειαστεί δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί. Και το οποίο έμελλε σαν μια σύγχρονη λειτουργία, χάρη στη θεία μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και τις κατανυχτικές φωνές των Γρηγόρη Μπιθικώτση και Μάνου Κατράκη, να εμπνεύσουν έναν ολόκληρο λαό. Γιατί το «Aξιον Εστί» με το διάσημο ορατόριο του 1964, έτυχε αποδοχής μεγαλύτερης και από λαϊκά τραγούδια. Εγινε ένα εμβατήριο εθνικής ανάτασης! Κορύφωση μιας πορείας ενός ποιητή που είχε ξεκινήσει από τον ελληνοκεντρισμό, που τον εγκατέλειψε για χάρη του υπερρεαλισμού, αλλά που τελικά πάντα σε αυτόν επέστρεφε. Προσκολλημένος σε μια μεγάλη παράδοση, όχι στείρου εθνικισμού αλλά της βεβαιότητας μιας σπουδαίας πολιτισμικής συνέχειας, μεγάλης οικουμενικής πνευματικής σημασίας. Μια βεβαιότητα που έγινε για τον ίδιο φόρμα, ύφος και ήθος - καλλιτεχνικό και οντολογικό.
 
 
Γεννημένος το 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη, σαπωνοποιού με καταγωγή από τη Λέσβο, όπως και η μητέρα του Μαρία, το γένος Βρανά. Ο πατέρας μεταφέρει το εργοστάσιό του το 1914 στον Πειραιά, όπου ως φανατικός βενιζελικός, μετά την πτώση του Κρητικού πολιτικού το ‘20, υπομένει ουκ ολίγες πολιτικές διώξεις. Ο ποιητής δεν θα ξεχνούσε ποτέ ότι σε ηλικία δώδεκα ετών, όταν επισκέφτηκαν τη Λοζάνη της Ελβετίας όπου σπούδαζαν τα αδέλφια του, σε μια τους συνάντηση με τον Βενιζέλο τού κρατούσε το χέρι όσο αυτός μιλούσε με τους γονείς του.
Ποιήματα γράφει με ψευδώνυμο από παιδί, στη «Διάπλαση των παίδων». Δεινός αθλητής, μέχρι που μια αδενοπάθεια στα δεκαέξι του τον καθηλώνει στο κρεβάτι για τρεις μήνες. Στρέφεται κι αφοσιώνεται οριστικά στη λογοτεχνία. Το 1928, που τελειώνει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του, δέχεται πιέσεις από την οικογένειά του να σπουδάσει χημεία ώστε να μπορέσει να ενταχθεί στην επιχείρησή τους, αλλά ο ίδιος αντιστέκεται σθεναρά. Σε αντάλλαγμα, μπαίνει στη Νομική Σχολή Αθηνών. Εκεί το 1933 γίνεται μέλος ενός πολύ ξεχωριστού κύκλου. Ως εκπρόσωπος φοιτητών συμμετέχει στα «Συμπόσια του Σαββάτου» της «Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας» των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, Ι. Θεοδωρακόπουλου και Ι. Συκουτρή, βάζοντας έτσι τις βάσεις για ένα λαμπρό μέλλον τόσο στον χώρο της διανόησης όσο και της λογοτεχνικής αναζήτησης.
Πνευματικό παιδί της γενιάς του ’30, αναζητά τη μαγεία της ελληνικής κληρονομιάς όπου μπορεί να τη διακρίνει. Εικοσάχρονος φοιτητής, διασχίζει με μια Σεβρολέ την Ελλάδα που τον εκπλήσσει σε κάθε της έκφανση. Κάτω από το λιοπύρι, κάτω από τον καταγάλανο ουρανό και στη γενεσιουργό δύναμη του Αιγαίου ανακαλύπτει το υλικό και τα σύμβολα με τα οποία θα αναμετριόταν, σύντομα, στο έργο του. Συνδέεται φιλικά με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, με τον οποίο ταξιδεύει στην πατρίδα των γονιών του, τη Λέσβο, όπου δεν αφήνουν καφενείο, καπηλειό, σπίτι σε αναζήτηση έργων του Θεόφιλου. Χάρη σε αυτό το ταξίδι θα γράψει αργότερα το περίφημο δοκίμιο για τον μεγάλο λαϊκό ζωγράφο, αλλά κυρίως, χάρη στη στενή του φιλία με τον «πατέρα» του ελληνικού υπερρεαλισμού, ανανεώνει τη σχέση του με τον ποιητικό λόγο. Του ανοίγονται νέες προοπτικές στην έκφραση, νέες αισθητικές ανησυχίες.
Ο Κατσίμπαλης και ο Σεφέρης είναι οι πρώτοι που τον πείθουν ότι έχει κατακτήσει προσωπικό στυλ και τον ωθούν στην πρώτη του δημοσίευση ποιημάτων του τον Νοέμβριο του 1935 στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Γράμματα». Με το όνομα Οδυσσέας Ελύτης, γεννιέται ένας νέος ποιητής και οι πρώτοι του στοίχοι, «Ο έρωτας, το αρχιπέλαγος», είναι σαν να καθόριζαν ολόκληρο το μετέπειτα του έργο. Ολη του η ποίηση στο μέλλον θα ξεχειλίζει από Αιγαίο και έρωτα, ενώ παράλληλα για πάρα πολλά χρόνια μετεωρίζεται μεταξύ ελληνικότητας και ευρωπαϊκής σκέψης, μεταξύ υπερρεαλισμού και λυρισμού. Αλλωστε ποτέ δεν έκρυψε τη λατρεία του για τον Σολωμό, τον οποίο θεωρούσε τον «μεγάλο του δάσκαλο», και τον Κάλβο.
Το 1936 στο πλαίσιο της Α’ Διεθνούς Υπερρεαλιστικής Εκθεσης Αθηνών εκδηλώνει μια άλλη του αγάπη και δραστηριότητα, τη ζωγραφική σύνθεση μέσω του κολάζ, που αργότερα ονόμασε «συνεικόνες». Το 1939 εκδίδει την πρώτη του συλλογή «Προσανατολισμοί» και εντάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση Στρατηγείου Α’ Σώματος Στρατού, ιδιότητα με την οποία πολεμά το ’40 στο αλβανικό μέτωπο. Κινδυνεύει να πεθάνει όταν προσβάλλεται από σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου και μεταφέρεται στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Ενα περιστατικό που τον στιγματίζει. Εν μέσω Κατοχής, τον Νοέμβριο του 1943, τυπώνει σε έξι χιλιάδες αντίτυπα το έργο «Ο Ηλιος ο πρώτος» μαζί με τις «Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», έναν ύμνο στη χαρά της ζωής! Με την απελευθέρωση δημοσιεύει το «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» αποτίοντας φόρο τιμής σε αυτούς που αγωνίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους στην Πίνδο. Πρόκειται για ένα από τα πιο βιωματικά του έργα, γραμμένο σαν δημοτικό μοιρολόγι σε ελεύθερο και δεκαπεντασύλλαβο στίχο, αλλά και με υπερρεαλιστικά στοιχεία.
Για ένα μικρό διάστημα γίνεται διευθυντής προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, ενώ κρατά στήλη τεχνοκριτικού στην Καθημερινή. Στο Παρίσι παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Οταν, το 1948, γίνεται ιδρυτικό μέλος της Association Internationale des Critiques d’ Art, γνωρίζει τον πάπα του σουρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν, το πνευματικό του ίνδαλμα Πολ Ελιάρ, τον Καμί, τον ντανταϊστή Τριστάν Τζαρά, και χάρη στον Ελληνα τεχνοκριτικό Ε.Τεριάντ, τους Μιρό, Ματίς, Σαγκάλ, Τζιακομέτι και Πικάσο.
Αφού πρώτα επισκέπτεται τη φρανκική Ισπανία, για χάρη του αγαπημένου του Λόρκα (που είχε ήδη μεταφράσει και δημοσιεύσει στα ελληνικά), η διετία ’50-,51 τον βρίσκει στο Λονδίνο να συνεργάζεται με το ελληνικό τμήμα του BBC. Εκείνη ακριβώς την εποχή επεξεργάζεται το «Αξιον Εστί», το οποίο θα εκδοθεί το 1960, αποσπώντας το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Ο Κωνσταντίνος τού απονέμει το 1965 το παράσημο του «Ταξίαρχου του Φοίνικος» αλλά στη συνείδηση του ελληνικού λαού είναι, πάνω απ’ όλα, ο εκφραστής του ελληνισμού. Λογοπλάστης μοναδικός, ηδονοθήρας των λέξεων, ευδαιμονιστής, ταξιδιώτης, πολυγραφότατος ποιητής πάνω απ’ όλα, στη συλλογή δοκιμίων του «Ανοιχτά Χαρτιά» παραθέτει, σε πρώτο πρόσωπο, όλη του την προσωπική μυθολογία, αναλύει όλη του τη σχέση με την πρωτοπορία και την παράδοση.
Στη διάρκεια της δικτατορίας απέχει από κάθε δημόσια εκδήλωση και ζει τον Μάη του ’68 από κοντά καθώς βρίσκεται εκείνη την εποχή στο Παρίσι ?όπως άλλωστε όλη η ελληνική αστική τάξη με πολιτικές ανησυχίες. Εκεί, επηρεασμένος από τα σύγχρονα πνευματικά ρεύματα και κινήματα, ωριμάζει, αλλάζει τρόπο σκέψης, αποτιμά τη ζωή του και την ποίησή του, σταδιακά στρέφεται σε έναν νεο-ιδεαλισμό, στοιχεία που φαίνονται εμφατικά στη «Μαρία Νεφέλη» του 1978, έργο με το οποίο κάνει σαφή στροφή ύφους και περιεχομένου. Το ενδιαφέρον του μετατίθεται σε φιλοσοφικά και υπαρξιακά ζητήματα, κι όλες του οι συλλογές από τότε και εις στο εξής («Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας», «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», «Ο μικρός ναυτίλος») χαρακτηρίζονται από εσωστρέφεια και ερμητικότητα.
Το 1974 δέχεται πρόταση από τον στενό του φίλο Κωνσταντίνο Καραμανλή να συμμετάσχει ως βουλευτής Επικρατείας στην πρώτη μεταπολιτευτική Βουλή, κάτι που απορρίπτει, αλλά δέχεται τη θέση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του ΕΙΡΤ. Αρνείται να γίνει μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά το 1979 κατακτά τη σημαντικότερη διεθνή διάκριση που υπάρχει για λογοτέχνη. Του απονέμεται το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας και γίνεται ο ίδιος διάσημος και η σύγχρονη ελληνική ποίηση παγκοσμίως αναθεωρεί τη θέση της στον χάρτη των μεγάλων δημιουργών.
Ο κύκλος για τον σπουδαίο αυτόν ποιητή κλείνει στις 18 Μαρτίου του 1995. Πεθαίνει στο σπίτι του στην Αθήνα από ανακοπή καρδιάς. Μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν παύει να γράφει και να προσφέρει στην ελληνική γραμματεία έργο υψηλού πνευματικού φρονήματος.
To Αιγαίο του Ελύτη
«Κέντρο της καλλιτεχνικής ενέργειας στην Ελλάδα, χιλιάδες χρόνια τώρα, κι από την εποχή της αυγής των πολιτισμών, υπήρξε το Αιγαίο. Εκεί, στη γαλάζια λεκάνη που ενώνει και χωρίζει συνάμα τις τρεις ιστορικές ηπείρους, συντελέστηκαν ανέκαθεν οι πιο τολμηρές κι οι πιο γόνιμες συναντήσεις του πνεύματος. Ο Ελληνισμός, παρών πάντοτε στα χείλη της λεκάνης αυτής (και τότε μονάχα όντας σε θέση να ολοκληρώνει το νόημα της αποστολής του μέσα στον κόσμο), γινόταν ο ενσυνείδητος λειτουργός μιας ακατάπαυστης αφομοιωτικής ενέργειας, που με υλικό παρμένο από την Ανατολή και τη Δύση εξακολουθητικά πλαστουργούσε πρότυπα πολιτισμού, διάφορα και στην ουσία και στη μορφή από κείνα που του είχαν χρησιμεύσει για πρώτη ύλη».
Χρήστος Παρίδης

Με «ανοιχτά χαρτιά»

«Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ηλιος κι ο Αδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Ακτιστον, που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και "φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου"». Πρώτα πρώτα η ποίηση, «Ανοιχτά χαρτιά»

ΠΗΓΗ:

http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11380&subid=2&pubid=5840817

Δεν υπάρχουν σχόλια: