Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Η ζωή πριν εξήντα και... χρόνια

Σήμερα θα μου επιτρέψτε μια παρασπονδία από το συνηθισμένο ύφος και τα περιεχόμενα του blog.

Σήμερα θα κάνουμε μια αναδρομή, μέσα από ένα άρθρο της Εφημερίδας «ΠΑΤΡΙΣ» του Ηρακλείου, σε χρόνια που όσοι έχουν περάσει τα εξήντα και βάλε τα θυμούνται με ιδιαίτερη αγάπη και με πολύ νοσταλγία.

Όμως το άρθρο αυτό δεν απευθύνεται αποκλειστικά στα –ήντα. Απευθύνεται και στους ηλικιακά μικρότερους και ιδίως στους νέους της πατρίδας μας, που θέλουν να μάθουν πως ήταν η ζωή στην αγροτική Ελλάδα πριν εξήντα και πλέον χρόνια και πως ήταν τα ήθη και έθιμα εκείνης της εποχής. Το κάνω ακόμα και για αλλο ένα λόγο γιατί θέλω να δώσω, σε αυτούς που προανέφερα, την δυνατότητα να γνωρίσουν πως ζούσαν οι παλιότερες γενιές και να εξηγήσω γιατί αυτές οι γενιές, θυμούνται τα χρόνια αυτά και τα αναπολούν με ιδιαίτερη τρυφερότητα και νοσταλγία.

Στην ανάρτηση αυτή έκανα μια συγκέντρωση, σε συνεχή ροή, των αποσπασμάτων εκείνων που αναφέρονται στα παλιά χρόνια αποφεύγοντας να προβάλω και τις συγκρίσεις που κάνει ο συγγραφέας μεταξύ εκείνης της εποχής με τα σημερινά χρόνια. Αυτό έγινε σκόπιμα για να μπορέσω να σας μεταφέρω νοερά και όσο καλλίτερα μπορούσα σε εκείνα ακριβώς τα παλιά χρόνια.

Τελειώνοντας θα σας συνιστούσα να διαβάσετε ολόκληρο το εξαιρετικό αυτό άρθρο στην εφημερίδα Πατρίδα κάνοντας διπλό κλικ στους συνδέσμους που αναφέρω στο τέλος του κειμένου.

Και κάτι προσωπικό. Την ανάρτηση αυτή την αφιερώνω σε δύο καλούς μου φίλους , την Μαριάννα και τον Χρήστο, που εργάζονται στην Νεάπολη της Κρήτης και μένουν σε ένα όμορφο αναπαλαιωμένο γραφικό σπιτάκι στις Βρύσες Λασιθίου και που αγαπούν ιδιαίτερα την λαϊκή κληρονομιά του τόπου ΜΑΣ.

Νάστε καλά φίλοι μου...

κγ


Εικόνες από την αγροτική ζωή


Του Στέλιου Μανουσέλη*

Όταν ο χρόνος δεν σε παίρνει να κάνεις όνειρα και να κοιτάξεις μπροστά, τότε γυρίζεις πίσω στα περασμένα που είναι δικά σου και κανείς δεν μπορεί να σου τα στερήσει. Τα αναμοχλεύεις και τα ξαναζείς στρογγυλεμένα σαν σε όνειρο. Η μνήμη σαν καλός αμυντικός μηχανισμός, έχει σβήσει τα δυσάρεστα και εσύ μονολογείς. Τι ωραία χρόνια!

Οι ρίζες σου σαν μαγνήτης τραβούν τα βήματά σου. Μα και εσύ δεν τις αποχωρίστηκες ποτέ. Τις κουβαλούσες μέσα σου, αχώριστο στοιχείο της προσωπικότητάς σου να σε κρατούνε όρθιο στις ανεμοθύελλες της ζωής. Επανέρχεσαι ως ο Οδυσσέας αυτοπροσώπως τώρα, για να κλείσει ο κύκλος από εκεί που ξεκίνησες.

Δεν έλειψες πολύ και όμως δεν βρήκες τίποτα από αυτά που άφησες. Ορμητικό τσουνάμι πέρασε σαν αστραπή η εξέλιξη και τα ρήμαξε. Ένα χωριό καθαρά αγροτικό κάπου στον κάμπο της Μεσαράς, σε ελάχιστο χρόνο πήρε όψη βιομηχανικής κωμόπολης.

Όλα έγιναν μηχανοκίνητα, ακόμη και οι άνθρωποι τρέχουν σαν κουρδισμένες μηχανές χωρίς ανάσα.

Περπατάς σκεφτικός στους έρημους δρόμους.

Θα συναντήσεις μόνο κανένα Αλβανό από τους μόνιμους κατοίκους του χωριού που έχουν αναλάβει τις γεωργικές δουλειές. Σε κοιτάζει ερευνητικά και σαν να λέει “τι ζητάς εσύ στον τόπο μας”.

Ψάχνεις να βρεις τα χωμάτινα στενά μονοπάτια που κάποτε περπατούσες ξυπόλητος συνοδεύοντας το παντός καιρού μεταφορικό μέσο, το γαϊδουράκι.

Βρίσκεις παντού τσιμέντο και άσφαλτο για το 4Χ4 αυτοκίνητο. Μαζί με τα μονοπάτια χάθηκαν και τα γαϊδουράκια, το αποκλειστικό και για κάθε χρήση μέσο μεταφοράς του αγρότη.

Ανάλογα με τις ανάγκες του ιδιοκτήτη, γινόταν πότε φορτηγό και πότε ταξί πολυτελείας.

Έβαζε το καινούργιο σαμάρι, έστρωνε την κόκκινη φαντή μπατανία, τα χρωματιστά χάμουρα και τα χαϊμαλιά και η “μερσεντές” ήταν έτοιμη να μεταφέρει το σεΐχη. Άλλη εμφάνιση και οπλισμό είχε σαν φορτηγό στη μεταφορά προϊόντων, άλλη σαν υποζύγιο στο όργωμα, και άλλη σαν όχημα ταχύτητας σε αγώνες.

Δεν έλειπε ούτε στιγμή απʼ όλες τις εκφάνσεις της ζωής του γεωργού. Ακόμη και στην ψυχαγωγία του το χρησιμοποιούσε χλευάζοντας το καλοκάγαθα.

Υπέμενε τα πάνδεινα και υποχωρούσε για να ικανοποιήσει τον αφέντη του. Καμιά φορά μάλωναν όταν το νερό που του πρόσφερε το έβρισκε ακάθαρτο. Ήταν πολύ καθαρό ζώο. Ιδιαίτερα όμως όταν η φύση το ωθούσε να βρει το ταίρι του, τότε δεν σήκωνε υποχωρήσεις. Γινόταν γάιδαρος.

Το σύμβολο της αγένειας και της αδιαντροπιάς αλλά και της υπομονής. Έπεφτε άγριο ξύλο. “Τις έτρωγε σαν γάιδαρος” αλλά γρήγορα τα έβρισκαν. Οι ζωές τους είχαν συνδεθεί άρρηκτα και δεν έκανε ο ένας χωρίς τον άλλον. Γνωρίζονταν από μακριά και επικοινωνούσαν με τα μάτια.

Αναζητάς στη συνέχεια το γνήσιο οικοδομικό συγκρότημα μιας αγροτικής οικογένειας όπως το άφησες και θυμάσαι.

Το σπίτι και η αυλή με τα παράσπιτα, συγκεντρώνονταν κατά τρόπο πρακτικό και εύρυθμο ώστε όλοι μαζί, να συμβάλουν στην αυτόνομη οικιακή οικονομία. Συγχρόνως όμως πρέπει να απαρτίζουν ένα ενιαίο σύνολο, το οποίο εξωτερικά να προβάλει αρμονική και επιβλητική όψη. Δεν ζητά ο αγρότης σχέδια κάποιου αρχιτέκτονα. Ακολουθεί την παράδοση, και προτείνει ορισμένο τύπο και σύστημα το οποίο προσαρμόζει στα δικά του δεδομένα.

Έτσι σε γενικές γραμμές έμοιαζαν όλα τα αγροτόσπιτα αλλά είχαν και διαφορές.

Ευρύχωρος αύλειος χώρος, περιφραγμένος με υψηλό πέτρινο τοίχο που έκλεινε με μεγάλη αυλόπορτα. Θύμιζε αρχαίο αιγυπτιακό ναό, με τους πολυπληθείς χώρους λατρείας και το ιερό.

Ολόγυρα της αυλής, οι χώροι των ζωντανών εξαρτημάτων του γεωργού. Ο κεντρικός σταύλος με χωριστά διαμερίσματα. Το πρώτο ήταν για τα μεταφορικά μηχανήματα, τα γαϊδουράκια. Το δεύτερο αμέσως ήταν ο χώρος των μηχανημάτων του οργώματος, τα βόδια. Άλλη μια ζωντανή ύπαρξη, συνδεδεμένη άρρηκτα με τη ζωή του γεωργού.

Ο γίγαντας με την ψυχή μικρού παιδιού. Όταν σε κοίταζε με τα μεγάλα υγρά μάτια του, σαν να σου έλεγε “μη με φοβάσαι, αγαπάμε , αγκάλιασε με”. Σύμβολο της δύναμης και της καλοσύνης.

Πρόθυμο να φορέσει τη ζυγό και να οργώνει τη γη με ιώβειο υπομονή, όλη τη μέρα αδιαμαρτύρητα.

Ήταν η αχώριστη παρέα του παιδιών, τους νεκρούς καλοκαιρινούς μήνες των διακοπών που αναλαμβάνουν την ελεύθερη βοσκή τους.

Και τα ζώα αυτά μαζί με τα γαϊδουράκια έχουν εξαφανιστεί. Αντικαταστάθηκαν με τα τρακτέρ.

Σε μια ημέρα οργώνει αγροτική έκταση, που θα όργωναν τα βόδια ένα μήνα.

Πιο πέρα ο χώρος για τα ελαφρύτερα ζώα.

Αίγες, πρόβατα, γουρούνι, κότες. Και αυτά όλα αυτά έχουν αντικατασταθεί με προϊόντα βιομηχανικά των σούπερ μάρκετ.

Δίπλα στα διαμερίσματα των ζώων, ήταν ο αχυρώνας. Η αποθήκη της χειμερινής τροφής των ζώων. Το πρατήριο βενζίνης ανεφοδιασμού των μηχανημάτων.

Ο κύκλος κλείνει με τα λειτουργικά μέρη του συγκροτήματος. Φούρνος για το ψωμί - πατητήρι για τα σταφύλια - πλυσταριό για τη μπουγάδα - αποθήκες.

Ιδιαίτερο κεφάλαιο στη ζωή της αγροτικής οικογένειας αποτελούσαν οι κότες. Δεν μπορούσες να φανταστείς αγροτικό σπίτι χωρίς κοπάδι, κότες.

Έδιναν θαυμάσια τροφή σε μικρούς και μεγάλους.

Συνήθως στην αγρότισσα νοικοκυρά ανήκει το κεφάλαιο κότες. Μεταξύ τους αναπτύσσεται μια μοναδική σχέση αλληλοεπίδρασης και επικοινωνίας.

Με τη φαντασία μου αναπολώ τις εικόνες που χάθηκαν. Ήδη από τα χαράματα, επίμονη φωνή του αρχηγού κόκορα ξεσηκώνει τους πάντες.

“Σηκωθείτε, ξημερώνει”. Μια φωνή χαρακτηριστική που πάει να σβήσει μαζί με όλα.

Μια φωνή που έδινε το σύνθημα να ακολουθήσουν χιλιάδες άλλες χαρούμενες φωνές και όλες μαζί να συνθέσουν την πρωινή δοξολογία της ζωής προς τον ύψιστο που έφερε την καινούργια ημέρα. Ήταν υπέροχο το θέαμα που παρουσίαζε ένα αγροτικό χωριό όταν ξυπνούσε. Σήμερα η αλλαγή γίνεται σιωπηλά. Σβήνουν τα ηλεκτρικά του δρόμου και έρχονται οι ακτίνες του ήλιου.

Τα δηλητήρια της καλλιέργειας έχουν διαταράξει την φυσική ισορροπία. Ακόμη και το νυχτερινό μοιρολόι της κουκουβάγιας χάνεται.

Από το άλλο μέρος της αυλής και σε κάποια απόσταση, τοποθετείται η κατοικία της οικογένειας που μέχρι την 10ετία του 1950 διατηρούσε τη μορφή της μεγάλης πατριαρχικής. Οι περισσότερες κατοικίες ήταν μονόροφες. Υπήρχαν και διόροφες που περιελάμβαναν το ισόγειο και τον λεγόμενο οντά. Οικοδομικά υλικά: Η λατρεία του χώματος. Στον κάμπο δεν περίσσευαν οι πέτρες. Χώμα στο πάτωμα. Σκληρό, πατημένο, ελαφρά βρεγμένο, καθαρό. Η οροφή, το δώμα, χώμα σκληρό αργιλώδες βαρύ (λεπίδα). Τοίχοι, χώμα και πέτρες, σε πάχος μισό μέτρο. Προφύλασσαν το εσωτερικό από κρύο και ζέστη. Δεν χρειαζόταν κλιματιστικό. Όλο αυτό το συγκρότημα αποτελούσε ένα οικοσύστημα αυτόνομο θα λέγαμε με σχεδόν πλήρη αυτάρκεια. Μιλάμε πάντα για μια μεσαία αγροτική οικογένεια.

Διατροφή. Πλήρης αυτάρκεια από καθαρά βιολογικά προϊόντα που παράγει η οικογένεια.

Ένα από τα προτερήματα του αγροτικού πληθυσμού ήταν η εξαιρετική λιτότητα.

Με λίγο αλεύρι και λάδι, όσπρια και χόρτα, μπορεί να διατηρηθεί η οικογένεια. Η αγρότισσα με φαντασία μπορούσε να δημιουργήσει ένα απίθανο πλήθος εξαιρετικών φαγητών από λίγα προϊόντα. Η περίφημη κρητική κουζίνα δεν είναι το σουβλάκι.

Ακόμη ένα μεγάλο μέρος των αναγκών του ρουχισμού καλύπτει η οικογένεια μόνη της από εγχώρια υλικά.

Η αυτάρκεια της αγροτικής οικογένειας φάνηκε την Γερμανική Κατοχή όταν οι αστοί πεινούσαν.

Σήμερα, όλες αυτές οι εικόνες και άλλες πολλές, παραμένουν θολές μόνο στη μνήμη της προπερασμένης γενιάς. Τα παλιά αρχοντικά της αγροτικής τάξης, έμειναν εγκαταλελειμμένα ερείπια. Εκτός αν τα έχουν αγοράσει οι “υποανάπτυκτοι” Ευρωπαίοι που χόρτασαν εξέλιξη. Ολόκληρο το χωριό έχει αλλάξει θέση και προσανατολισμό. Δεν βρίσκεται πια το κέντρο γύρω από την πλατεία της εκκλησίας.

Κάποτε από την εκκλησία άρχιζε, γύρω από αυτή οργανώνετο και εκεί τελείωνε η ζωή του αγροτικού οικισμού. Η εισβολή της βιομηχανικής εποχής άλλαξε τον προσανατολισμό. Το κέντρο της ζωής έγινε η μηχανή.

Το χωριό μεταφέρθηκε γύρω από το ναό της μηχανής. Τον κεντρικό αμαξωτό δρόμο

Η μανία του νεωτερισμού και η απότομη άνοδος του βιοτικού επιπέδου του αγρότη, διέκοψαν την φυσική και αβίαστη εξέλιξη, της ζωής. …

Προχωρώ σκεπτικός με σκοπό να συναντήσω την παλιά κοινή βρύση του χωριού. Αποτελούσε σημείο αναφοράς και κέντρο ζωής. Πρωί-βράδυ η βρύση ζούσε στιγμές πανηγυριού. Έπρεπε όλοι να περάσουν να ποτίσουν τα ζώα, να συναντηθούν και να επικοινωνήσουν.

Αντάλλασαν στα γρήγορα χαιρετισμούς, πειράγματα, καλοπροαίρετους αστεϊσμούς, και διηγιόταν τα σχέδια και τις εμπειρίες της ημέρας. Με έκπληξη είδα ότι η βρύση δεν υπήρχε πια. Είχε γίνει χώρος για παρκινγκ αυτοκινήτων.

Προχωρώ παραπέρα και ψάχνω να βρω χώμα. Χώμα καθαρό, φρεσκοργωμένο, μαλακό. Να έρθω σε επαφή με την ύλη που με γέννησε και με τρέφει. Να καθίσω επάνω της να τη χαϊδέψω. Να βάλω μαξιλάρι μια πέτρα και να ξαπλώσω στο χώμα κάτω από τη σκιά του δέντρου. Το βρίσκω μακριά από το χωριό. Με δισταγμό πλησιάζω. Ίσως από προκατάληψη βλέπω και εδώ αλλαγές. Δεν είναι το μαλακό νοτισμένο χώμα που γνώριζα. Αν είχε στόμα φαντάζομαι ότι θα μου έλεγε: “Παλαιότερα οι άνθρωποι με πρόσεχαν περισσότερο. Με αγαπούσαν. Με καλλιεργούσαν ελαφρά δεν με πίεζαν. Με άφηναν να ξεκουραστώ χρονιά παρά χρονιά. Σήμερα, με αναγκάζουν να γεννώ τρεις και τέσσερις φορές το χρόνο. Με γεμίζουν χωρίς να θέλω λιπάσματα, φάρμακα και δηλητήρια παντός είδους. Με βιάζουν, μου βγάζουν τα σωθικά, με “ξεντερίζουν” για να αυξήσουν λέει την παραγωγή, το κέρδος. Μέχρι πότε θα αντέχω αυτό τον παραλογισμό; Με αναγκάζουν να τους τα επιστρέφω”…..

Ο αγρότης της εποχής εκείνης ζούσε δύσκολα. Η φτώχεια του δεν οφείλεται τόσο στην πενιχρή σοδειά του, όσο στην ανήθικη κυρίως εκμετάλλευση που γίνεται εις βάρος του, από τους εμπόρους, με την ανοχή του κράτους.

Ο νόμος της αγοράς ήταν ουτοπία γι
ʼ αυτόν που πιέζεται να πουλήσει την παραγωγή για να ισορροπήσει το πάντα παθητικό ισοζύγιο.

Ο ιδιοκτήτης της γης, με δυσκολία καλύπτει τις στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες.
Είναι γεγονός ότι ο σημερινός αγρότης είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα από τον παλαιότερο. Το πολυτελές σπίτι του που δεν στάζει το χειμώνα. Τα αυτοκίνητά του, άλλο για δουλειά και άλλο για ψυχαγωγία. Τα μηχανικά γενικά μέσα που κάνουν τη δουλειά του πιο εύκολη και τη ζωή πιο άνετη. Την έγχρωμη τηλεόραση και τόσες άλλες ανέσεις που δεν μπορούσε ούτε στο όνειρό του να τις δει ο παλαιότερος.

Δεν ξέρω όμως αν είναι πλουσιότερος και πιο ευτυχισμένος ο σημερινός αγρότης του χωριού μου.

Έχει λεχθεί, ίσως από αφελείς, ότι πλούσιος δεν είναι αυτός που έχει πολλά, αλλά αυτός που είναι ευχαριστημένος με τα λίγα. Αν αυτό ισχύει, τότε ο παλιός αγρότης δεν είχε τίποτε, και τα είχε όλα όπως πίστευε. Έπαιρνε το γαϊδουράκι του το πρωί, που αποτελούσε αχώριστη παρέα του, και ξεκινούσε χωρίς άγχος για τη δουλειά σιγοτραγουδώντας. Στο δρόμο θα συναντούσε κάποιο χωριανό συνήθως. “Έλα σύντεκνε να κάνομε τσιγάρο”. Η σχέση του σύντεκνου κάλυπτε σχεδόν όλους, γιατί κάποιος μακρινός συγγενής του ενός, θα είχε βαπτίσει κάποιο μακρινό συγγενή του άλλου. Έδενε το γαϊδουράκι σε μια άκρη να ξεκουραστεί, και οι δυο σύντεκνοι έβρισκαν δυο πέτρες κάτω στη σκιά του δέντρου. Καθόταν αναπαυτικά και άναβαν το φτηνό ή αυτοσχέδιο τσιγαράκι. Δεν ζητούσαν πολυθρόνες να ξαπλώσουν, νες καφέ με γάλα να πιουν, τσιγάρα πολυτελείας να καπνίσουν και αμερικάνικη μουσική στη διαπασών να ακούνε. Ο,τι τους προσφέρει η ζωή αυτή τη στιγμή, αυτό απολαμβάνουν και το θεωρούν αρκετό. Έπιναν τη ζωή γουλιά-γουλιά που λέει το τραγούδι. Τη ζούσαν χωρίς άγχος δεν την άφηναν να τους ξεφύγει έστω και χωρίς μουσική. Τους έφτανε τη στιγμή αυτή η συναυλία των τζιτζικιών. Κουβέντιαζαν και επικοινωνούσαν. Έρχονταν πιο κοντά και μοιράζονταν τη φτώχεια και τα προβλήματα που γίνονται ελαφρότερα. Συνέχιζαν τη δουλειά τους με περισσότερη όρεξη. Δούλευαν σκληρά αλλά δεν είχαν άγχος και γύριζαν στο σπίτι τους ήρεμοι και ευχαριστημένοι.

Ο σημερινός αγρότης του χωριού μου, δεν έχει καμία σχέση με αυτόν που περιγράφω. …

η ουσία είναι ότι ο παλαιότερος αγρότης παρά τη φτώχεια του, ζούσε μια ζωή περισσότερο οργανωμένη και ήρεμη. Είχε ξεκαθαρίσει μέσα του, πότε πρέπει να δουλεύει και πότε να ξεκουράζεται.

Η κοινωνία του χωριού παρουσιαζόταν πιο ενωμένη. Τα ήθη και έθιμα τηρούνται πιστά και αποτελούν τη σπονδυλική στήλη της μικρής κοινωνίας του χωριού. Γύρω από αυτά οργανώνεται η ζωή των κατοίκων και αποκτά νόημα.

Αποτελούν στην ουσία κανόνες υγιεινής συμπεριφοράς (νηστείες) και ψυχικής ισορροπίας.

Για να γίνονται σεβαστά από τους φιλάργυρους και φιλόπονους περιβάλλονται με θρησκευτικό μανδύα. Έξι ημέρες αφιερωμένες στη σκληρή βιοπάλη, η έβδομη αφιερώνεται στο Θεό. Η Κυριακή είναι καθολική αργία. Όποιος δεν τηρεί τα ήθη και έθιμα, ελέγχεται από την κοινωνία και απαξιώνεται.

Εκτός της Κυριακής υπήρχαν και πολλές άλλες γενικές και τοπικές γιορτές και πανηγύρια. Τις ημέρες αυτές παρουσιάζεται μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, από τις ημέρες της καθημερινότητας και της σκληρής δουλειάς στα χωράφια. Τα σπίτια ασπρίζονται, οι δρόμοι και οι αυλές καθαρίζονται. Οι κάτοικοι φορούν καθαρά ρούχα. Οι γέροντες τις γραφικές τοπικές ενδυμασίες. Το τραπέζι στρώνεται πλούσιο και η καθόλου διάθεση και συμπεριφορά χαρούμενη. Περιποιημένοι και εύθυμοι εκκλησιάζονται το πρωί και μετά σχηματίζουν χαρούμενες παρέες, που επισκέπτονται τα σπίτια. Πίνουν, τραγουδούν και χαίρονται με αστεϊσμούς, πειράγματα και μαντινάδες.

“Χαρώ την την παρέα μας και να ʽταν άλλη τόση να το διασκεδάζομε μέχρι να ξημερώσει”.

Η παρέα κατέληγε τα ξημερώματα στις γνωστές μας ρομαντικές καντάδες. Κάτω από το άπλετο φως του φεγγαριού οι νέοι εξέφραζαν τον ερωτικό τους πόθο με μαντινάδες.

“Μες της νυχτιάς τη σιγαλιά που η φύση ησυχάζει, ενώ κοιμάσαι μια καρδιά για σένα αναστενάζει”.

Γνώριζαν και περίμεναν άγρυπνες, κάποιες άλλες τρυφερές υπάρξεις πίσω από τα κλειστά παράθυρα.

Στα επίσημα τοπικά πανηγύρια, ακολουθούσε αληθινό ξεφάντωμα για δυο μερόνυχτα. Στους γάμους το γλέντι διαρκούσε μέρες πολλές. Τις Απόκριες, βδομάδες.

Η συμμετοχή στη διασκέδαση ήταν καθολική. Ήταν υπέροχο το θέαμα να βλέπεις όλο το χωριό να διασκεδάζει. Όπως η οικογένεια, έτσι και η κοινωνία του χωριού, λειτουργούσε ως αυτορυθμιζόμενο σύνολο που δεν ανέχεται κενά και βρίσκει τρόπους να τα καλύπτει, χωρίς να ζητά κρατική βοήθεια. Σʼ ένα ομαδικό ξεφάντωμα, δεν πρέπει να λείπει το γέλιο και η καλοπροαίρετη σατιρική και φιλοπαίγμονα διάθεση. Το θέατρο. Υπήρχαν άτομα με το φυσικό ταλέντο του κωμικού και άλλα που διηγιόταν παραστατικά ιστορίες και ανέκδοτα. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητά σε όλους και δεν έλειπαν από καμιά ομαδική διασκέδαση του χωριού. Παρουσίαζαν αυτοσχέδια της στιγμής μικρά σκετς, ευτράπελες διηγήσεις αυτοσαρκασμού, ιστορίες γνωστών προσώπων για τη λαιμαργία τους, τη φιλαργυρία τους κλπ.

Συχνά στο επίκεντρο της σκωπτικής διάθεσης βρισκόταν καλοπροαίρετα η πεθερά.

“Ανάθεμα τη μάνα σου γρυλίδια μου τα παίζει τάξε πως είμαι ο σκύλος τση κάτω απʼ το τραπέζι”. Με τον τρόπο αυτό σκορπούσαν άφθονο και φτηνό γέλιο.

Η σημερινή κοινωνία του χωριού έχει αλλάξει. …



* Ο Στέλιος Μανουσέλης είναι συν/χος δάσκαλος

31/8/2009 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΑΤΡΙΣ

http://www.patris.gr/articles/164154/99959

http://www.patris.gr/articles/164154/100025


Δεν υπάρχουν σχόλια: